της Μαρίας Κοκκίνου
Τι είναι δυσλεξία.
Δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία που παρουσιάζεται κυρίως στην ανάγνωση, στην ορθογραφία και στα γραπτά. Είναι ιδιαίτερα παραπλανητική κατάσταση επειδή δεν φαίνεται καθόλου στον προφορικό λόγο αφού οι δυσλεξικοί είναι συνήθως προικισμένα άτομα με μεγάλη ευφυΐα, δημιουργικότητα και εφευρετικότητα. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι δεν είναι διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην αντίληψη, πρόβλημα γλώσσας, πρόβλημα προσωπικότητας ή ψυχολογικό πρόβλημα. Εξ ορισμού λοιπόν η δυσλεξία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται σωστά και έγκαιρα αφού το δυσλεξικό παιδί έχει την πνευματική ωριμότητα να ξεπεράσει τις δυσκολίες του και να αποδώσει στο μέγιστο των εξαιρετικών δυνατοτήτων του. Μην ξεχνάμε ότι πολλά άτομα που έγραψαν ιστορία στις επιστήμες και στις τέχνες ήταν δυσλεξικά.
Τα αίτια της δυσλεξίας.
Παρόλο που τα ακριβή αίτια της δυσλεξίας δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι η αιτία βρίσκεται στην διαφορετική κατασκευή του οπτικού συστήματος και στη λειτουργία του εγκεφάλου που δυσκολεύει το άτομο στον γραπτό λόγο. Τα δυσλεξικά άτομα σκέφτονται γρήγορα με εικόνες ενώ ένα συνηθισμένο άτομο σκέφτεται αργά με λέξεις. Οπότε η δυσλεξία μπορεί να θεωρηθεί και πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στο γραπτό λόγο. Το μυαλό του δυσλεξικού παιδιού είναι για να το πούμε παραστατικά σαν μια Ferrari που τη βάζουν να τρέξει σε στενό μονοπάτι. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι η δυσλεξία είναι κληρονομική αφού έχει βιολογικά αίτια.
Πόσο συχνή είναι η δυσλεξία.
Το ποσοστό των ατόμων με δυσλεξία υπολογίζεται ότι είναι ένα 3%-5%. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το ποσοστό των ατόμων που εμφανίζουν μαθησιακά προβλήματα είναι 15%-20% του μαθητικού πληθυσμού αλλά μόνο ένα ποσοστό έχει δυσλεξία. Τα υπόλοιπα προβλήματα είναι χαμηλή ευφυΐα, ψυχολογικά ή εκπαιδευτικά προβλήματα ή αρνητικοί περιβαλλοντολογικοί παράγοντες. Όσον αφορά το φύλο η δυσλεξία εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια (αναλογία 3-4 αγόρια προς ένα κορίτσι) αλλά όταν εμφανίζεται στα κορίτσια μπορεί να έχει πολύ έντονη μορφή.
Πως γίνεται η διάγνωση της δυσλεξίας.
Η απλή διάγνωση της δυσλεξίας δεν είναι αρκετή όσον αφορά την αντιμετώπιση τους προβλήματος αφού είναι απαραίτητο να γίνει ακριβής και εξατομικευμένη διάγνωση για την κάθε περίπτωση έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστεί μια παρέμβαση που να εναρμονίζεται με τις δυνατότητες, την προσωπικότητα, τις ατομικές αδυναμίες και τα ατομικά πλεονεκτήματα του παιδιού. Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα η σχετική νομοθεσία δεν θέτει αντικειμενικά κριτήρια για την διάγνωση της δυσλεξίας αφήνοντας περιθώριο στον κάθε ειδικό να εφαρμόζει τη δική του μέθοδο. Αυτό φυσικά θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άγνοια ή αμέλεια (να μην μιλήσουμε βέβαια για παρανομίες ειδικά στις περιπτώσεις που ένα παιδί μπορεί να εξεταστεί στις Πανελλήνιες εξετάσεις προφορικά αν διαγνωστεί δυσλεξικό).
Η μέθοδος διάγνωσης γενικά εξαρτάται από τον προσανατολισμό του κάθε επιστήμονα (αν είναι δηλαδή γιατρός, παιδαγωγός ή ψυχολόγος). Οι γιατροί ως επί το πλείστον χρησιμοποιούν τη μέθοδο που καταλήγει στην διάγνωση της δυσλεξίας αποκλείοντας άλλους παράγοντες σαν αιτία της αναγνωστικής ανικανότητας. Το μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι το ότι παραβλέπει το γεγονός ότι μερικές φορές μαζί με την δυσλεξία μπορεί να υπάρχουν και άλλα προβλήματα κυρίως συναισθηματικά (που μπορεί αν έχουν προκληθεί και από την ύπαρξη της ίδιας της δυσλεξίας). Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν περισσότερο ψυχομετρικές και ψυχογλωσσικές πληροφορίες για να κάνουν διάγνωση αλλά υπάρχει περίπτωση να συναντήσουμε τις ίδιες πληροφορίες και σε μη δυσλεξικά άτομα. Οι παιδαγωγοί τέλος αναλύουν τα αναγνωστικά και ορθογραφικά λάθη του παιδιού έχοντας το μειονέκτημα ότι αντιμετωπίζουν τα δυσλεκτικά παιδιά σαν ένα ομοιογενές σύνολο.
Πρόσφατα το τεστ οφθαλμοκίνησης του Γ. Παυλίδη (καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας) κερδίζει έδαφος στην διάγνωση της δυσλεξίας αφού πληροί το κριτήριο της αντικειμενικότητας. Το συγκεκριμένο τεστ δεν έχει σχέση με την ποιότητα της όρασης αλλά αντανακλά τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλος. Στηρίζεται γενικά στο γεγονός ότι τα νευρολογικά προβλήματα (Πάρκινσον, Αλτσχάιμερ, σχιζοφρένεια) απεικονίζονται στην λανθασμένη οφθαλμοκίνηση και επειδή η δυσλεξία είναι νευρολογικό πρόβλημα αντικατοπτρίζεται και αυτή στη οφθαλμοκίνηση. Το τεστ αυτό είναι ανεξάρτητο από την ευφυΐα, την γλώσσα που μιλάει το παιδί, την αναγνωστική του ικανότητα και οποιουσδήποτε ψυχολογικούς παράγοντες που μπορεί να παρεμβαίνουν ή να συνυπάρχουν αφού το μόνο που κάνει το παιδί κατά την διάρκεια του τεστ είναι το να ακολουθεί με τα μάτια του σιωπηλά διάφορους φωτεινούς ερεθισμούς.
Σχέση δυσλεξίας και γλώσσας.
Ένα από τα πρώτα ερωτήματα που απασχόλησαν όσους ασχολήθηκαν με την δυσλεξία είναι το αν η δυσλεξία έχει σχέση με την δομή της γλώσσας. Το ερώτημα είναι δηλαδή αν στις γλώσσες που η φωνημική – γραφημική αντιστοιχία δεν είναι πολύ ισχυρή (αν δηλαδή οι λέξεις γράφονται διαφορετικά από ότι διαβάζονται) το πρόβλημα της δυσλεξίας είναι πιο έντονο. Πάντως παρόλο που δεν έχει δοθεί ξεκάθαρη απάντηση έχει παρατηρηθεί ότι σε χώρες όπου η αντιστοιχία είναι ισχυρή όπως στα Ιταλικά και τα Ισπανικά και πάλι το ποσοστό των δυσλεξικών παιδιών είναι περίπου το ίδιο. Εξάλλου σε δίγλωσσα παιδιά όπου μιλούν δυο γλώσσες με διαφορετική αντιστοιχία μπορούμε να δούμε ότι έχουν πρόβλημα και στις δυο γλώσσες. Άρα η δυσλεξία δεν έχει σχέση με την φύση της γλώσσας αλλά με την κατάσταση του ατόμου. Όμως το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Από έρευνες που έχουν γίνει στην Ιαπωνία όπου δεν υπάρχει ισχυρή αντιστοιχία ανάμεσα στο πως γράφονται και πως διαβάζονται οι λέξεις παρατηρείται πολύ μικρός αριθμός ατόμων με αναγνωστικά προβλήματα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν ένα συλλαβικό σύστημα για να έρθουν σε επαφή τα παιδιά με την γλώσσα αρχικά και μετά εισάγουν το ολικό σύστημα όπου τα ιδεογράμματα διαβάζονται σαν λέξεις. Οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η δυσλεξία μπορεί να μην έχει σχέση με τη φύση της γλώσσας (εξάλλου ποια γλώσσα μπορεί αν θεωρηθεί πιο δύσκολη από την Ιαπων9ική) αλλά με την κατάσταση του ατόμου και τον τρόπο διδασκαλίας του γραπτού λόγου.
Γιατί υπάρχει φόβος και ταμπού απέναντι στη δυσλεξία.
Πρώτα από όλα φταίει η άγνοια. Το ότι ένα άτομο δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα ελλειμματικό. Είναι απλά διαφορετικό. Αν δηλαδή δεν μπορεί να αποδώσει στο γραπτό λόγο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει ιδιαίτερες ικανότητες σε άλλους τομείς. Απλά συμβαίνει ο γραπτός λόγος στην κοινωνία μας να αξιολογείται πολύ ψηλά. Ένα παράδειγμα μπορεί να δοθεί από το χώρο του αθλητισμού. Στην κοινωνία μας οι αθλητικές επιδώσεις δεν θεωρούνται απαραίτητες. Αν κάποιο παιδί δεν μπορεί να τρέξει γρήγορα δεν το θεωρούμε ελλειμματικό και δεν αμφισβητούμε την ευφυΐα του ή την κανονικότητα του ή την ικανότητά του να διαπρέψει σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής του. Αν όμως ένα παιδί δεν μπορεί να διαβάσει γρήγορα τότε αμφισβητείται η κανονικότητά του και γενικά η ικανότητα του σε σημείο που να παραβλέπονται τομείς όπου υπερτερεί όπως είναι η δημιουργικότητα, η εφευρετικότητα, και η ικανότητα του στον προφορικό λόγο. Με άλλα λόγια αν ο προφορικός λόγος ήταν πιο σημαντικός από τον γραπτό στο χώρο του σχολείου τα μη δυσλεξικά παιδιά θα είχαν το πρόβλημα.
Ένας άλλος λόγος που υπάρχει προκατάληψη απέναντι στα δυσλεξικά παιδιά είναι το ότι διαφέρουν από την πλειονότητα και αυτό η κοινωνία μας δεν το συγχωρεί ακόμη και στην περίπτωση των χαρισματικών ατόμων. Το βλέπουμε καθημερινά. Υπάρχει φόβος γενικά απέναντι στην διαφορετικότητα και όλοι προσπαθούμε να είμαστε «νορμάλ» και να κάνουμε και τα παιδιά μας «νορμάλ». Είναι πολύ δύσκολο οπότε υπό αυτές τις συνθήκες να αποκαλύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό και την διαφορετικότητά μας. Οι γονείς όμως που έχουν δυσλεκτικά παιδιά θα πρέπει να τα βοηθήσουν να κατανοήσουν την διαφορετικότητά τους και να μην φοβούνται να την αποκαλύψουν. Το μόνο σημαντικό μαθησιακό πρόβλημα εξάλλου είναι ο φόβος. Ο φόβος εμποδίζει τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους και ο φόβος τα εμποδίζει να προβάλουν τα πλεονεκτήματά τους. Το παιδί δεν πρέπει να αισθανθεί ότι υστερεί σε κάτι επειδή έχει δυσλεξία. Αντίθετα θα πρέπει να καταλάβει ότι έχει ένα πλεονέκτημα που θα πρέπει να χαλιναγωγήσει. Οπότε αν έχει δυσλεξία μπορείτε να του πείτε ότι έχετε καλά νέα επειδή έχει ένα πολύ δημιουργικό και εφευρετικό μυαλό που τρέχει πολύ γρήγορα σαν ένα καλό αυτοκίνητο αλλά θα χρειαστεί κάποιες διορθώσεις στα φρένα του για να μπορεί να ελέγχει την ταχύτητα. Θα πρέπει δηλαδή να δουλέψει στο έλεγχο του μυαλού του που το εμποδίζει να διαβάζει προσεκτικά.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των δυσλεξικών παιδιών.
Υπάρχει σύγχυση του αριστερού με το δεξί.
Κατά την ανάγνωση τα μάτια κινούνται παλινδρομικά.
Έχουν κινητική αδεξιότητα.
Παρουσιάζουν υπερκινητικότητα.
Δεν έχουν σωστή αντίληψη του χρόνου.
Δυσκολεύονται να επαναλάβουν πολυσύλλαβες λέξεις.
Δυσκολεύονται στην αντίστροφη μέτρηση.
Δυσκολεύονται να διακρίνουν μορφές.
Δυσκολεύονται να δουν τη διαφορά ανάμεσα σε λέξεις που περιέχουν \τα ίδια γράμματα όπως τους-στους.
Δυσκολεύονται να προφέρουν ασυνήθιστες λέξεις.
Δεν προφέρουν σωστά τα φωνήεντα.
Διαβάζουν ανάποδα όπως για παράδειγμα αντί για χα διαβάζουν αχ.
Αντικαθιστούν λέξεις με άλλες που έχουν την ίδια σημασία όπως για παράδειγμα μητέρα-μαμά.
Αντικαθιστούν λέξεις με άλλες που οπτικά μοιάζουν όπως για παράδειγμα χεράκια-χαρτάκια.
Όταν γράφουν οι λέξεις είναι δυσανάγνωστες λόγω της ακαταστασίας.
Ενώνουν τις λέξεις μεταξύ τους όταν γράφουν ή αφήνουν αδικαιολόγητα κενά.
Κάνουν λάθη ενώ γνωρίζουν τους γραμματικούς κανόνες.
Δεν μπορούν να αντιγράψουν γρήγορα και σωστά από τον πίνακα.
Δεν μπορούν να ευθυγραμμίσουν λέξεις πάνω στο χαρτί.
Γράφουν τις λέξεις σαν σε καθρέφτη όπως ε αντί για 3.
Χρησιμοποιούν κεφαλαία γράμματα ανάμεσα σε μικρά μιας λέξης.
Παραλείπουν, επαναλαμβάνουν ή αντιμεταθέτουν γράμματα στην ίδια λέξη.
Στην έκθεση γράφουν τηλεγραφικά, με κακή σύνταξη και επαναλήψεις.
Έχουν δυσκολία στην απομνημόνευση της σειράς και της θέσης λέξεων όπως των μηνών του έτους ή των ημερών της εβδομάδας.
Χάνουν τη σειρά όταν απαγγέλλουν πίνακες απομνημόνευσης όπως ο πίνακας του πολλαπλασιασμού.
Όταν γράφουν αριθμούς σε υπαγόρευση συχνά τους γράφουν λάθος όπως αντί για 5 γράφουν 2 ή αντί για 6 γράφουν 9.
Μερικές φορές δυσκολεύονται στην αφαίρεση των αριθμών και χρειάζονται αντικείμενα για να αφαιρέσουν.
Ξεχνούν τα κρατούμενα όταν κάνουν πράξεις.
Ενώ κάνουν μια πράξη συχνά ξεχνούν τι πράξη κάνουν.
Συχνά δυσκολεύονται να λύσουν προβλήματα.
Μερικά δυσλεξικά παιδιά παρουσιάζουν μεγάλη επίδοση στην αριθμητική παρόλο που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Μερικές φορές ο τραυλισμός και οι δυσκολίες στην ομιλία μπορεί να σχετίζονται με την δυσλεξία.
Τα δυσλεξικά παιδιά μερικές φορές αργούν να αναπτύξουν τις ικανότητες στη σωστή ομιλία.
Μερικά δυσλεξικά παιδιά παρόλο που διαβάζουν καλά έχουν πρόβλημα στην ορθογραφία.
Μερικά παιδιά γράφουν το ίδιο καλά με το δεξί και τι αριστερό χέρι.
Μπορούν να διαβάζουν λέξεις το ίδιο και από καθρέφτη και ανάποδα.
Δυσκολεύονται στην κατανόηση του κειμένου όταν διαβάζουν.
Στο σχολείο δεν προσέχουν, αφαιρούνται, είναι ανήσυχα, δεν συγκεντρώνονται, αποφεύγουν να συμμετέχουν στο μάθημα και προσπαθούν να προσελκύσουν την προσοχή με αρνητικό τρόπο.
Στο σπίτι κουράζονται εύκολα όταν μελετούν, διασπάται η προσοχή τους και παραπονιούνται συνέχεια.
Φυσικά με ένα μόνο από αυτά τα χαρακτηριστικά οι γονείς δεν πρέπει να ανησυχούν. Θα πρέπει να συνυπάρχουν τα περισσότερα για υποψιαστείτε ότι το παιδί έχει δυσλεξία.
Πως αντιμετωπίζεται η δυσλεξία.
Κανείς δεν μπορεί να μάθει σε κανένα τίποτα. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι το να βοηθήσει ένα παιδί να μάθει από μόνο του. Η μάθηση δεν προσφέρεται αλλά κατακτιέται. Η μάθηση όμως δεν έχει σχέση μόνο με το αντικείμενο που είναι επιθυμητό ή αναγκαίο να μάθει ένα παιδί αλλά και με πολλούς άλλους παράγοντες που πλαισιώνουν την διαδικασία. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι και η ενθάρρυνση και η θετική ατμόσφαιρα ειδικά με τα δυσλεκτικά παιδιά που έχουν επίγνωση των πνευματικών τους ικανοτήτων αλλά βλέπουν ότι δυσκολεύονται στον τομέα της ανάγνωσης και εκνευρίζονται. Άρα το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι το να υπάρχει ένα θετικό και ενθαρρυντικό περιβάλλον για το παιδί.
Φυσικά η καλή θέληση δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της δυσλεξίας. Χρειάζεται επιστημονικά τεκμηριωμένη μέθοδος. Σε γενικές γραμμές πάντως η μέθοδος διδασκαλίας της πρώτης ανάγνωσης που βασίζεται στην χρησιμοποίηση γραμμάτων ή λέξεων ως μονάδων ανάγνωσης δεν βοηθάει τα δυσλεκτικά παιδιά. Έρευνες έχουν δείξει ότι καλύτερη μέθοδος διδασκαλίας της πρώτης ανάγνωσης είναι αυτή που βασίζεται στις συλλαβές η οποία ταιριάζει περισσότερο στην διαδικασία που ακολουθούν τα παιδιά για την αναγνώριση και μετάφραση των συμβόλων κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Πως εξετάζονται τα δυσλεξικά παιδιά στο σχολείο.
Τα δυσλεξικά παιδιά μπορούν να εξετάζονται μόνο προφορικά από το γυμνάσιο μέχρι και το πανεπιστήμιο εφόσον υπάρχει υπάρχει επίσημη διάγνωση από δημόσιο φορέα αναγνωρισμένο από το Υπουργείο παιδείας και εφόσον το επιθυμούν οι γονείς. Ο λόγος που επιλέγεται η προφορική εξέταση για τα δυσλεκτικά παιδιά είναι το ότι αν θέλουμε να ανταγωνιστούν τους συμμαθητές τους επί ίσοις όροις θα πρέπει να εξετάζονται όλοι οι μαθητές εκεί που αποδίδουν καλύτερα. Οπότε αφού τα μη δυσλεκτικά παιδιά αποδίδουν εξίσου καλά και στα γραπτά και στα προφορικά ενώ τα δυσλεκτικά μόνο στα προφορικά είναι δίκαιο να εξετάζονται με διαφορετικές μεθόδους. Φυσικά η προφορική εξέταση με τον τρόπο που γίνεται δεν μπορεί να έχει την αντικειμενικότητα της γραπτής όπου το γραπτό μπορεί να το ελέγξει όποιος θέλει μετά την εξέταση αλλά το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν μαγνητοφωνούσαν ή βιντεοσκοπούσαν την προφορική εξέταση.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Comments